- στεαρίνη
- και στεαρίνα, η, Ν(βιοχ.) λιπαρή μάζα που αποτελείται από το σύνολο τών γλυκεριδίων τών λιπών, τα οποία έχουν υψηλό σημείο τήξης, και χρησιμοποιείται για την παραγωγή καλλυντικών, λιπαντικών μέσων, κεριών και για την αδιαβροχοποίηση τών υφασμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stearine (< στέαρ «λίπος» + -ine). Ο τ. στεαρίνη μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη].
Dictionary of Greek. 2013.